- ευμετάφορος
- εὐμετάφορος, -ον (ΑΜ)αυτός που μετακινείται, που μεταφέρεται εύκολα και γρήγορα, αυτός που φέρεται από το ένα μέρος στο άλλο με ευκολία, ταχύς, ευκίνητος («ὀφθαλμοὶ εὐμετάφοροι πρὸς ἑκάτερα», Ε. Μ.)μσν.(για ψυχικές καταστάσεις) ευμετάβολος, αυτός που αλλάζει εύκολα («θυμώδης ἦν ἀκρόχολος... καὶ πάλιν εὐμετάφορος ἐγίνετο καὶ πρᾱος», Κ. Μανασσ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μετα-φορά (< μετα-φέρω)].
Dictionary of Greek. 2013.