ευμετάφορος

ευμετάφορος
εὐμετάφορος, -ον (ΑΜ)
αυτός που μετακινείται, που μεταφέρεται εύκολα και γρήγορα, αυτός που φέρεται από το ένα μέρος στο άλλο με ευκολία, ταχύς, ευκίνητος («ὀφθαλμοὶ εὐμετάφοροι πρὸς ἑκάτερα», Ε. Μ.)
μσν.
(για ψυχικές καταστάσεις) ευμετάβολος, αυτός που αλλάζει εύκολα («θυμώδης ἦν ἀκρόχολος... καὶ πάλιν εὐμετάφορος ἐγίνετο καὶ πρᾱος», Κ. Μανασσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μετα-φορά (< μετα-φέρω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • εὐμετάφορος — easily moved masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐμετάφορον — εὐμετάφορος easily moved masc/fem acc sg εὐμετάφορος easily moved neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐμεταφόρους — εὐμετάφορος easily moved masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐμεταφόρων — εὐμετάφορος easily moved masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐμετάφορα — εὐμετάφορος easily moved neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐμετάφοροι — εὐμετάφορος easily moved masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • благомоудрьныи — (1*) пр. То же, что благомоудрыи: Молю вы но ˫ако людьѥ б҃ьи ст҃и да будемъ. не прогнѣвални и бл҃гопослушьливии. бл҃гомудрении. (εὐμετάφορος!) ФСт XIV, 34в …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”